βαλεῖ

βαλεῖ
βάλλω
throw
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
βάλλω
throw
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βάλει — βά̱λει , βάλλω throw aor subj act 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανγκουίλα — Νησί (96 τ. χλμ., 12.000 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας (Μικρές Αντίλλες), που ανήκει στις κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Βάλεϊ. Οι κάτοικοι, αφρικανικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, ασχολούνται με την… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… …   Dictionary of Greek

  • Heraklit von Halikarnassos — (altgriechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, latinisiert Heraclitus Halicarnassensis, * um 320 v. Chr. in Halikarnassos; † um 260 v. Chr.) war ein hellenistischer Dichter und Verfasser von Elegien aus Karien in der heutigen Türkei. Über sein Leben… …   Deutsch Wikipedia

  • въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • ακόπριστος — η, ο (Α ἀκόπριστος, ον) [κοπρίζω] αυτός που δεν έχει κοπριστεί, που δεν τού εχουν βάλει κοπριά για λίπασμα νεοελλ. όποιος δεν έχει λερωθεί με κοπριά …   Dictionary of Greek

  • ανάβαλτος — και αρτος, ο αυτός τον οποίο δεν πρέπει να αναφέρει κανείς, να τόν βάλει στο στόμα του, δαίμονας, διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναβαλτός < αναβάλλω. Το αρκτικό α πήρε τη στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”